- ρουχομάνι
- το, Νμεγάλη ποσότητα ρούχων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρούχο + -μάνι*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-μάνι — β συνθετικό ουσιαστικών που σημαίνει πλησμονή, ότι δηλ. αυτό που δηλώνεται από το α συνθετικό συνιστά πλήθος, μεγάλη ποσότητα (πρβλ. θέμι, λάσι, λό[γ]ι). Το β συνθετικό μάνι ανάγεται πιθ. στο λατ. manus με σημ. «πλήθος, όχλος».Σύνθετα με β… … Dictionary of Greek
γυναικομάνι — το συγκέντρωση γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυναίκα + μάνι* (πρβλ. ανθρωπομάνι, παιδομάνι, ρουχομάνι)] … Dictionary of Greek